- νετάρω
- (λ. ιταλ.), νετάρισα και νέταρα1. μτβ., τελειώνω κάποιο έργο.2. εξαντλώ κάτι ολότελα.3. αμτβ., μένω απένταρος, διαθέτω ή χάνω όλα τα χρήματά μου: Εγώ νετάρισα και αποχωρώ από το παιχνίδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.